- αύξηση
- Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε κύτταρα και έπειτα σε ιστούς. Η α. αντιπροσωπεύει το πιο τυπικό χαρακτηριστικό διάκρισης του παιδιού από τον ενήλικο, περικλείοντας όλες τις όψεις της παιδικής ηλικίας.
Η α. δεν εξελίσσεται κατά τρόπο ομοιόμορφο, αλλά ακολουθεί καθορισμένο ρυθμό: πράγματι στις περιόδους της μέγιστης ανάπτυξης του σωματικού βάρους παρατηρείται μια επιβράδυνση της α. σε ύψος και αντίθετα. Ποικίλα είναι τα αίτια που καθορίζουν τον ρυθμό α. του ατόμου· πριν από όλα υπάρχουν κληρονομικοί παράγοντες που εξαρτιούνται από χαρακτηριστικά που μεταδίδονται στο άτομο από τους γεννήτορές του. Επιπλέον, σήμερα γνωρίζουμε ορισμένο αριθμό παραγόντων που κανονίζουν και έχουν την ικανότητα να μεταβάλλουν αυτόν τον ρυθμό. Από αυτούς θα πρέπει να αναφέρουμε μερικές πρωτεϊνικές ουσίες, όπως τα αμινοξέα, ενεργειακούς παράγοντες, όπως οι υπεριώδεις ακτίνες, και ιδιαίτερα τις ορμόνες, ουσίες που αντιπροσωπεύουν το προϊόν μερικών αδένων έσω έκκρισης. Από τις τελευταίες αυτές, οι σπουδαιότερες είναι οι ορμόνες που παράγονται από την υπόφυση, έναν μικρό αδένα έσω έκκρισης που βρίσκεται στο κάτω μέρος του εγκεφάλου. Το ίδιο σημαντικός είναι ο θυρεοειδής αδένας, που βρίσκεται στον λαιμό και παράγει μια ορμόνη που ονομάζεται θυροξίνη, της οποίας η μειωμένη παραγωγή μπορεί να προκαλέσει αναστολή της α. Εξάλλου, μερικές περίοδοι ταχείας α., όπως παρατηρείται στην εποχή της ήβης καθώς και, αντίθετα, επιβράδυνση της α. που ακολουθεί την εφηβεία, συνδέονται αναμφίβολα με τις μεταβολές της ορμονικής ισορροπίας σε σχέση με την ολοκλήρωση της ανάπτυξης των γεννητικών αδένων που γίνεται σε αυτήν την περίοδο της ζωής. Τέλος, για τον προσδιορισμό ενός ορισμένου τύπου α. συντρέχουν και αίτια που σχετίζονται με το κλίμα, τη διατροφή κλπ.
Μελέτες και παρατηρήσεις που έγιναν σε διάφορες χώρες στις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως σε εφήβους λευκής φυλής, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι από τις αρχές του 20ού αι. η διαδικασία της ανάπτυξης έχει επιταχυνθεί σε ό,τι αφορά το ύψος: πράγματι η α. του ύψους ολοκληρώνεται στο 19o έτος, ενώ άλλοτε αυτή παρατεινόταν έως το 21o. Διάφορες απόψεις έχουν εκφραστεί για το γεγονός αυτό· επικρατέστερη είναι εκείνη που το αποδίδει στην καλύτερη διατροφή και γενικά στις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.
Κριτήρια για την εκτίμηση του βαθμού α. ενός ατόμου είναι η μέτρηση του βάρους, του αναστήματος, της περιμέτρου του κρανίου και του θώρακα, οι σχέσεις μεταξύ των διαφόρων αυτών τιμών, η οδοντοφυΐα, ο βαθμός δυνατότητας να στέκεται όρθιο, το περπάτημα, η ψυχική ανάπτυξη, η ομιλία, όπως επίσης η κατάσταση οστεοποίησης του κρανίου και των άλλων οστών. Κατά τη γέννηση, ο σκελετός δεν έχει ακόμα σχηματιστεί· η συμπλήρωσή του πραγματοποιείται με βραδύ ρυθμό μέχρι την ώριμη ηλικία.
Με βάση τον τρόπο α., η ζωή του ατόμου διακρίνεται σε νεογνική ηλικία (από τη γέννηση-14 ημέρες), βρεφική ηλικία (16η ημέρα-τέλος 1ου έτους), νηπιακή ηλικία (αρχές 2ου έτους-τέλος 5ου έτους), σχολική ηλικία (αρχές 6ου έτους-τέλος 12ου έτους), εφηβική ηλικία (αρχές 12ου έτους για τα θήλεα, 14ου για τα άρρενα έως την ενηλικίωση).
Η επιστήμη που μελετά την α. τόσο από φυσιολογική όσο και από παθολογική άποψη ονομάζεται αυξολογία (βλ. λ.).
α. γραμματική. Η γραμματική α. είναι χαρακτηριστικό στοιχείο του ρήματος στους ιστορικούς χρόνους της οριστικής και είναι, στην αρχαία ελληνική και στο τυπικό της καθαρεύουσας, δύο ειδών: συλλαβική και χρονική. Στην ελληνική γλώσσα, η συλλαβική α., με την οποία αυξάνεται το θέμα κατά μία συλλαβή, είναι ένα ε και παρατηρείται στα ρήματα που αρχίζουν από σύμφωνο, όπως λύω, έλυον, έλυσα/ γράφω, έγραφον, έγραψα. Τα ρήματα που αρχίζουν από φωνήεν παίρνουν χρονική α. που έχει αποτέλεσμα να τρέπει το αρκτικό βραχύ φωνήεν σε μακρό. Βασικά πρόκειται για συναίρεση, όπως ακούω-ήκουον, οπλίζω-ώπλιζον. Εννοείται ότι τα ρήματα που αρχίζουν από μακρό φωνήεν, δεν παίρνουν χρονική α. όπως ωφελώ-ωφέλουν, ηγούμαι-ηγούμην. Τα σύνθετα ρήματα με προθέσεις, αυξάνονται εσωτερικά, όπως εισάγω-εισήγον, επιτρέπω-επέτρεπον. Τα ρήματα που αρχίζουν από ε- παίρνουν α. ει- αντί η-, όπως εθίζω-είθιζον. Οι τύποι εώρταζον, εώρτασα προήλθαν από παλαιότερους τύπους ηόρταζον-ηόρτασα. Μερικά ρήματα σύνθετα με προθέσεις έχουν την α. στην αρχή σαν να ήταν απλά, όπως καθέζομαι-εκαθεζόμην και άλλα σύνθετα έχουν την α. άλλοτε στην αρχή και άλλοτε μετά την πρόθεση, όπως εκκλησιάζω-ηκκλησίαζον, καθίζω-εκάθισα. Άλλα πάλι σύνθετα, έχουν δύο α., μια στην αρχή και μια μετά την πρόθεση, όπως ανέχομαι-ηνειχόμην.
Στη νεοελληνική (δημοτική) παρατηρείται μόνο συλλαβική α. Όσα ρήματα αρχίζουν από σύμφωνο παίρνουν εμπρός από το θέμα στον παρατατικό και στον αόριστο της οριστικής ένα ε- με ψιλή. Το ε- αυτό λέγεται α. και οι ρηματικοί τύποι που το παίρνουν λέγονται αυξημένοι. Μερικά ρήματα παίρνουν α. η- αντί ε-, όπως πίνω-έπινα, θέλω-ήθελα. Η α. μένει, όταν τονίζεται, και χάνεται όταν δεν τονίζεται, όπως έλυνα, λύναμε. Όσα ρήματα αρχίζουν από φωνήεν ή δίψηφο δεν παίρνουν α. αλλά κρατούν το φωνήεν ή το δίψηφο σε όλους τους χρόνους. Μερικά σύνθετα ρήματα με πρώτο συνθετικό επίρρημα, όπως πολύ, πάρα, καλά, κακά κλπ. παίρνουν την τονισμένη α. στην αρχή του δεύτερου συνθετικού. Η α. αυτή λέγεται εσωτερική, όπως δεν πολυέβλεπα, δεν παραήθελε. Εσωτερική α. παίρνουν και μερικοί τύποι λόγιων ρημάτων, σύνθετων με πρόθεση, όπως εκφράζω-εξέφραζα, εγκρίνω-ενέκρινα, εμπνέω-ενέπνεα, συμβαίνει-συνέβη. Στους παρελθοντικούς χρόνους του ρήματος υπάρχω το α τρέπεται σε η, όπως υπήρχα-υπήρξε. Η εσωτερική α. διατηρείται μόνο όταν είναι τονισμένη, όπως εξέφραζα, εξέφρασε, αλλά και εκφράζουμε, εκφράζονταν, εκφράστηκε.
Στατιστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι το μέσο κατά ηλικία ανάστημα στην περίοδο της ανάπτυξης αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια. Στα δύο δημοσιευόμενα σχέδια σημειώνονται ενδεικτικά αναστήματα παιδιών ηλικίας 5, 9 και 11 ετών, στις αρχές και στα τέλη του 20ού αι.
* * *η (AM αὔξησις) [αύξω]1. ανάπτυξη σε μέγεθος, όγκο κλπ.2. γραμμ. η προσθήκη ενός -ε- στην αρχή του θέματος στους ιστορικούς χρόνους των ρημάτωνμσν.- νεοελλ.(για χρήματα) επαύξηση, άνοδος μισθών ή τιμώνμσν.1. επέκταση2. προκοπήαρχ.1. (για τα γεννήματα) πολλαπλασιασμός, αφθονία2. (για ρητορικό λόγο) επαύξηση, άπλωμα του λόγου, μέγεθος.
Dictionary of Greek. 2013.